ὑβρίσατε

ὑβρίσατε
ὑ̱βρίσατε , ὑβρίζω
wax wanton
aor imperat act 2nd pl
ὑ̱βρίσατε , ὑβρίζω
wax wanton
aor ind act 2nd pl
ὑ̱βρίσατε , ὑβρίζω
wax wanton
aor ind act 2nd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λωβώμαι — λωβῶμαι, άομαι (AM, Α και ιων. τ. λωβοῡμαι, έομαι και λωβεῡμαι) [λώβη] (κυρίως το μεσοπαθ. και σπάν. το ενεργ. λωβῶ, άω) 1. κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ 2. ζημιώνω, βλάπτω αρχ. 1. υβρίζω, ενεργώ υβριστικά, προσβάλλω («λώβης... ἣν ἐμὲ λωβήσασθε»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”